ακυοφόρητος

ακυοφόρητος
-η, -ο [κυοφορώ]
1. αυτός που δεν κυοφορήθηκε, δεν συνελήφθη στην κοιλιά τής μητέρας
2. (για γυναίκες) αυτή που δεν κυοφόρησε ή δεν μπορεί να κυοφορήσει, στείρα, άγονη
3. απρομελέτητος, απροσχεδίαστος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακυοφόρητος — η, ο αυτός που δεν κυοφορήθηκε, δε μελετήθηκε: Όλα αυτά είναι σχέδια ακυοφόρητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”